ἅνθρωπος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monotonic

ἅνθρωπος: κράση του ὁ ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἅνθρωπος: дор.-ион. ὥνθρωπος in crasi = ὁ ἄνθρωπος.