ἅρπαγμα

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅρπαγμα Medium diacritics: ἅρπαγμα Low diacritics: άρπαγμα Capitals: ΑΡΠΑΓΜΑ
Transliteration A: hárpagma Transliteration B: harpagma Transliteration C: arpagma Beta Code: a(/rpagma

English (LSJ)

ἁρπάγματος, τό,
A booty, prey, Lyc. 87, LXX Jb.29.17, al.: in plural, ib.Ez.22.25.
2 ἅρπαγμα εὐτυχίας = unexpected good fortune, windfall, Plu.2.330d; οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20.

Spanish (DGE)

ἁρπάγματος, τό
1 robo ἐπὶ ἅρπαγμα μὴ ἐπιποθεῖτε LXX Ps.61.11, cf. Si.16.13
rapto ref. al de Helena, fig. τρήρωνος ... ἅ. Lyc.87
οὐχ ἅρπαγμα οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαι τὸ πράγμα ni robar ni encontrar nada Hld.7.20.4, ἅρπαγμα τὸ ῥηθὲν ποεῖσθαι arrebatar, cortar la palabra Hld.8.7.1.
2 presa, botín ὡς λέοντες ... ἁρπάζοντες ἁρπάγματα LXX Ez.22.25, cf. Ib.29.17, Ael.NA 15.2, c. gen. ἅ. τοῦ πονηροῦ Phys.A 115.5
ἅρπαγμα εὐτυχίας = ganancia inesperada, ganga Plu.2.330d.
3 porción, parte separada o arrebatada σπέρμα ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμα Zeno Citieus 128.

German (Pape)

[Seite 358] τό, das Geraubte, Raub, Aesch. 3, 222 τὰ περὶ τὰς τριήρεις ἁρπάγματα; Plut.; was man freudig als einen Fund ergreift, Heliod.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet ravi, butin.
Étymologie: ἁρπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἅρπαγμα: ατος τό похищенное, захваченное, добыча Aeschin., Plut.

Greek Monolingual

το (Α ἅρπαγμα) αρπάζω νεοελλ. η αρπαγή
αρχ.
1. η λεία
2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία.