ἆθος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

ἆθος: τό дор. = ἦθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἆθος: Δωρ. ἀντὶ ἦθος.

Greek Monotonic

ἆθος: Δωρ. αντί ἦθος.