ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
dor. c. ἦθος.
ἆθος: τό дор. = ἦθος.
ἆθος: Δωρ. ἀντὶ ἦθος.
ἆθος: Δωρ. αντί ἦθος.