Ἀμάριος

English (LSJ)

fem. Ἀμαρία, epithet of Zeus and Athena in Achaea, SIG490 (Orchomenus in Arcadia, iii B. C.), cf. Sammelb. 357 (Egypt): —Ἀμάριον, τό, precinct at Aegium in which the Achaean League met, prob. l. in Str.8.7.3 and 5 (but Ὁμάριον Plb.5.93.10, hence Ἀμάριος prob. = Ὁμάριος, Ὁμαγύριος (cf. ἀμαρεῖν, ἁμαρτῆ), and is not connected with ἀμάρα = ἡμέρα).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): Ἁμ Str.8.7.3, 5; Ὁμάριος Plb.2.39.6
1 Amario, Amaria epít. de Zeus y Atenea en Acaya, Plb.l.c., IG 5(2).344.8 (Orcómeno, Arcadia III a.C.), SB 357 (Egipto).
2 τὸ Ἀμάριον, Amarion recinto dedicado a Zeus Amario en Egion, donde se reunía la liga Aquea, Str.ll.cc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμάριος: ἐπώνυμ. τοῦ Διὸς ἐν Ἀρκαδίᾳ, Hicks Inscr. 1871: - Ἀμάριον, τό, ὁ ναὸς αὐτοῦ ἐν ᾧ συνήρχοντο τὰ μέλη τῆς Ἀχαϊκῆς Συμμαχίας καὶ «ἐχρημάτιζον τὰ κοινά» Στράβ. 385 κἑξ.

Greek Monolingual

Ὁμάριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἀμάριος, επίθ. του Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἀμάριος όσο και το ρ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ἁμαρεῖν, ἀκολουθεῖν, πείθεσθαι» πρέπει να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. ἁμαρής ή ἅμαρος (< ἅμα + ἀραρίσκω, πρβλ. το επίθ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἁμαρές) και συνδέονται με το επίρρ. ἁμαρτῆ και το ρ. ἁμαρτῶ (βλ. λ. ἁμαρτῆ). Ο τ. Ὁμάριος έχει σχηματιστεί από το Ἀμάριος, πιθ. κατ' επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ (πρβλ. ἁμαρτῶ: ὁμαρτῶ, ἁμαρτῆ: ὁμαρτῆ)
βλ. και λ. ομαρτώ, όμηρος].