Ἀριστοφάνειος

English (LSJ)

[φᾰ], α, ον, Aristophanean, Aristophanic, of Aristophanes, Ἀριστοφάνειον μέτρον, the anapaestic tetrameter, D.H.Rh.11.10, Heph.8, Theon Prog.3.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de Aristófanes, aristofánico κωμικὸν τοῦτο Ἀριστοφάνειον D.H.Rh.11.10, τὸ Ἀριστοφάνειον = las palabras de Aristófanes, Plu.Per.26, (Ἀριστοφάνειον μέτρον) τετράμετρον ἀναπαιστικόν, ὃ καλοῦσίν τινες Ἀριστοφάνειον D.H.Comp.25.13.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀριστοφάνειος: -α, -ον, ὁ τοῦ Ἀριστοφάνους, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἀριστοφάνη, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 11.10.

Russian (Dvoretsky)

Ἀριστοφάνειος: аристофановский: Ἀριστοφάνειον μέτρον аристофановский размер, т. е. анапестический тетраметр: ∪ ∪ –́ – – | ∪ ∪ –́ – – | | ∪ ∪ –́ ∪ ∪ – | – –́ ∪̲.

Translations

Aristophanean

Czech: aristofanovský, aristofanský; French: aristophanien, aristophanique; German: aristophanisch; Greek: αριστοφανικός, αριστοφάνειος; Ancient Greek: Ἀριστοφάνειος; Hungarian: arisztophanészi; Italian: aristofaneo, aristofanio; Portuguese: aristofânico, aristofanesco; Spanish: de Aristófanes, aristofánico; Russian: аристофановский