Ἁλικαρνασσεύς

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire d'Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός.

Spanish (DGE)

(Ἁλῐκαρνασσεύς) -έως
• Alolema(s): jón. -νησσεύς Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4; ἉλικαρναͲεύς SIG 45.2 (Halicarnaso V a.C.)
halicarnasio, de Halicarnaso ὁ [σύ] λλογος ... ὁ ἉλικαρναΤέ[ω] ν SIG l.c., cf. HTCarie 90.15 (IV a.C.), Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4.

Middle Liddell

a Halicarnassian, Hdt.