ἐγγυήτρια
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἐγγυητής, Stud.Pal.20.139 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur. garante, fiadora μετ' ἐγγυητρίας εἰς ἀπόδοσιν τοῦ ... χρέους PRainer Cent.107.4 (V d.C.), Ἰσ[ὰ] κ καὶ Ἰακ[κ] ῶβ γνήσιοι ἀδελφοὶ ... μετ' ἐγγυητρίας τῆς τούτων μητρός SB 9770.10, cf. 13860.6 (ambos VI d.C.).
Greek Monolingual
η
βλ. εγγυητής.