ἐγκαταδύω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Spanish (DGE)
• Morfología: [dor. perf. 3a plu. ἐγκαταδεδύκαντι Pythag.Ep.2.4]
1 gener. en v. med. penetrar, calar ἐγκαταδύεται γὰρ ὁ καπνὸς ἀναφέρων πολὺ γεῶδες Thphr.Ign.39, c. dat. ὅπως ἡ δύναμις ... τῷ σώματι ... ἐγκαταδύοιτο para que la propiedad (de las aguas termales) vaya calando en el cuerpo Archig. en Aët.3.167
•hundirse en, sumergirse en c. dat. οἱ δ' ἐγκατεδύοντο τοῖς ὑπονόμοις I.BI 6.392, μᾶλλον γὰρ ἐγκαταδύεται τὸ τοιοῦτον αὐτῷ τῷ σώματι τῆς κοιλίας Gal.7.217, raro en act. ὕδασιν ἐγκατέδυν AP 7.532 (Isid.Aeg.)
•fig. sumirse αὐτοῖς (δημιουργουμένοις) ἐγκαταδῦναι Dam.Pr.10.
2 de anim. esconderse en c. ac. ἐγκαταδὺς σκότιον μυχόν agazapándose en su oscuro escondrijo Opp.H.1.153, c. giro prep. κατὰ ... τοῦ ποταμοῦ λόχμην ἐγκαταδύντες Hld.8.16.1
•fig. c. suj. abstr. ἐγκαταδεδύκαντι δὲ τῷ δάσει τούτῳ ... κακότατες Pythag.l.c.