ἐγκαταυγάζω

Spanish (DGE)

iluminar ref. pers., fig. ilustrar, instruir μηδὲ τοῖς ἰδίοις φιλοσόφοις ἐγκαταυγαζόμενοι (Αἰγύπτιοι) Epiph.Const.Anc.103.7.