ἐγκωμιαστικόν
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Russian (Dvoretsky)
ἐγκωμιαστικόν: τό хвалебная речь, восхваление, славословие Plut., Diog. L.