ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
[Seite 718] ἡ, fem. zu ἐθελοντής, Synes.
ἐθελοντίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἐθελοντής, Συνέσ. 141C.