ἐλεγκτέος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
α, ον, to be refuted, Str. 2.1.35.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser reprochado o censurado τὸ δὲ παρὰ μικρὸν (διαμαρτανόμενον) οὐδὲ παριδὼν ἐ. ἐστίν ref. a Eratóstenes por una medición errónea, Str.2.1.35.
2 que debe ser examinado o investigado ἡ δὲ (σπορά) ἐκ προηκόντων ὧδε ἐλεγκτέα Philostr.Gym.29, cf. Procl.in R.2.339.