ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
v. μαίνω.
ἐμάνην: [ᾰ], αόρ. βʹ του μαίνομαι.
ἐμάνην: aor. 2 к μαίνομαι.