ἐμβλακεύομαι
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
gloss on ἐνδιαθρύπτομαι, Sch.Theoc.3.36.
Spanish (DGE)
ponerse tonto, ponerse altivo, ensoberbecerse Sch.Theoc.3.36a.
Greek Monolingual
ἐμβλακεύομαι (AM)
μσν.
εκθηλύνομαι, ζω ακόλαστα
αρχ.
κάνω νάζια.