ἐμηνάμην

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

French (Bailly abrégé)

v. μαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμηνάμην: aor. 1 к μαίνομαι.