ἐμπιπλέω

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐμπιπλάω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. 3a sg. ἐμπιπλέει Hdt.7.39]
llenar c. ac. y gen. τέρψιος ἐμπιπλέει τὸ σῶμα Hdt.l.c.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπιπλέω: (только praes. Her.) = ἐμπίπλημι.