τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
SourceFrench (Bailly abrégé)
ion. c. ἐμπιπλάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. 3a sg. ἐμπιπλέει Hdt.7.39]
llenar c. ac. y gen. τέρψιος ἐμπιπλέει τὸ σῶμα Hdt.l.c.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπιπλέω: (только praes. Her.) = ἐμπίπλημι.