ἐμπύγια
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], τά, region of the anus, PTeb.1.18.
Spanish (DGE)
-ων, τά
región anal, ano, ojo del culo τοῖς τὰ ἐ. πονοῦσι anón. obs. en PTeb.1.18.
Greek Monolingual
ἐμπύγια, τα (Α)
η γύρω από την πυγή (= τον πρωκτό) σάρκα, κν. τα κωλομέρια.