ἐνέπλησα

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐνέπλησα: αόρ. αʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέπλησα: aor. к ἐμπίπλημι.