ἐννήχω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Spanish (DGE)

1 nadar, flotar en ὄψεται ... ἐννήχειν ἑστῶτα τοῖς τῶν ἀγροίκων παιδίοις (lo) verá nadar colocado entre los niños de los campesinos Lib.Decl.32.20
en v. med. mismo sent. ὁπότε τὰς πτέρυγας διατείνοντες ἐννήχοιντο de peces, Ph.1.385, κροκόδειλος ἐννηχόμενος Plu.2.994b, εἴτε θαλάττῃ, εἴτε καὶ ἄλλῳ τις ὕδατι ἐννήχοιτο Antyll. en Orib.6.27.5
fig. (νοήματα) ἐννήχεται ὡς ἐν ποταμῷ τῷ λόγῳ Ph.1.693.
2 medic. flotar, mantenerse suelto los cóndilos en sus cavidades χαλαρὰ δὲ ἐννήχειν τὰ κορωνὰ ταῖς κοιλότησιν Gal.2.461.