ἐνοχοποιέω
From LSJ
English (LSJ)
convict, τινα ἐπί τινι Anon.in Rh.237.25.
Spanish (DGE)
1 hallar culpable, probar la culpabilidad de en v. pas. ἠνοχοποιήθην ... ἐπὶ μοιχείᾳ Anon.in Rh.237.25, cf. 238.1.
2 jur., c. pron. refl. obligarse, comprometerse γυναικὸς ἐνοχοποιούσης ἑαυτὴν ὑπὲρ τοῦ ἀνδρός Ath.Scholast.Coll.15.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχοποιέω: ἐνοχοποιῶ, ὡς καὶ νῦν, παρὰ Βασιλ., Δουκάγγ.