ἐντέταμαι
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ἐντεταμένος, pf. Pass. from ἐντείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέταμαι: ἐντεταμένος, παθ. πρκμ. τοῦ ἐντείνω: ἐντεῦθεν, ἐντετᾰμένως, ἐπίρρ., μετ’ ἐντάσεως, ἐντόνως, ἰσχυρῶς, παραδεξάμενος... παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον προσεῖχε ἐντεταμένως Ἡρόδ. 1. 18., 4. 14, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἐντέτᾰμαι: Παθ. παρακ. του ἐντείνω.