ἐξαναλωτικός

From LSJ

Spanish (DGE)

-ή, -όν
aniquilador, destructor ὁ Θεός ... τῆς κακίας ἐ. Origenes M.12.1164B
que propende a la consunción εἴ γε πάσης ἰκμάδος ἐξαναλωτικόν ἐστιν τὸ θέρος Steph.in Hp.Aph.2.72.9, cf. 78.3.