Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
ao.2 épq. de ἐπέρχομαι.
see ἐπέρχομαι.
ἐπήλῠθον: Επικ. αόρ. βʹ του ἐπέρχομαι.
ἐπήλῠθον: эп. aor. к ἐπέρχομαι.