ἐπήορος

English (LSJ)

ἐπήορον, uplifted, δούρατα A.R.2.1065, cf. Nonn. D. 37.47: c. dat., lifted upon, καυλοῖσιν ἐ. ἄνθος A.R.3.856, cf. Nonn. D. 10.205.

German (Pape)

[Seite 920] daran, darüber hangend, schwebend; ἐπήορα δούραθ' ὕπερθεν Ap. Rh. 2, 1065; ἄνθος καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον 3, 856; 4, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήορος: -ον, (ἀείρω) μετέωρος, ἐπηρμένος, νεύοντάς τε λόφους καὶ ἐπήορα δούραθ’ ὕπερθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1066· ἄνθος… καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον ὁ αὐτ. Γ. 856· καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήορα· κρεμάμενα· μετέωρα».

Greek Monolingual

ἐπήορος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. αερ- (πρβλ. αήρ) του ρ. αείρω «σηκώνω»)].