ἐπαριστέρως

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
gauchement, maladroitement.
Étymologie: ἐπαρίστερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰριστέρως: досл. слева, перен. неловко, неумело (τὴν τύχην, δεξιὰν παρισταμένην, ἐ. μεταλαμβάνειν Plut.).