ἐπιβάλλον
From LSJ
English (LSJ)
τό, a kind of ephemeron (insect), Sch.[Arr.]Peripl.M. Eux.60 (p.417 M.), Sch.Antig. Mir.85(92).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάλλον: τό, ὄνομα ζῴου περὶ οὗ λέγεται ὅτι γεννᾶται καὶ ἀποθνήσκει τὴν αὐτὴν ἡμέραν, δηλ ζῇ μίαν μόνην ἡμέραν, Σχόλ. Ἀνωνύμου ἐν Περίπλῳ Εὐξ. Πόντου, Bast. Ep. Cr. σ. 25.
Greek Monolingual
το
βλ. επιβάλλω.