ἐπιβάλλον

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάλλον Medium diacritics: ἐπιβάλλον Low diacritics: επιβάλλον Capitals: ΕΠΙΒΑΛΛΟΝ
Transliteration A: epibállon Transliteration B: epiballon Transliteration C: epivallon Beta Code: e)piba/llon

English (LSJ)

τό, a kind of ephemeron (insect), Sch.[Arr.]Peripl.M. Eux.60 (p.417 M.), Sch.Antig. Mir.85(92).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάλλον: τό, ὄνομα ζῴου περὶ οὗ λέγεται ὅτι γεννᾶται καὶ ἀποθνήσκει τὴν αὐτὴν ἡμέραν, δηλ ζῇ μίαν μόνην ἡμέραν, Σχόλ. Ἀνωνύμου ἐν Περίπλῳ Εὐξ. Πόντου, Bast. Ep. Cr. σ. 25.

Greek Monolingual

το
βλ. επιβάλλω.