ἐπιπρόσωπος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρόσωπος Medium diacritics: ἐπιπρόσωπος Low diacritics: επιπρόσωπος Capitals: ΕΠΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: epiprósōpos Transliteration B: epiprosōpos Transliteration C: epiprosopos Beta Code: e)pipro/swpos

English (LSJ)

ἐπιπρόσωπον, with a face represented on it, φιάλη Annuario 4/5.463 (Halic., iii B.C.).

Greek Monolingual

ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.