γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 974] noch mehr dicht machen, ἐπιπυκνωθεὶς ὁ ἀήρ Arist. color. 20.
ἐπιπυκνόω: (еще больше) уплотнять, сгущать (ὁ ἐπιπυκνωθεὶς ἀήρ Arst.).