ἐπιτευκτικόν

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Léxico de magia

-όν subst. τὸ ἐπιτευκτικόν = práctica para tener éxito τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ ποίει πρὸς τὸν Ἥλιον χαριτήσια, ἀγωγάς, ... ἐπιτευκτικά con esta fórmula realiza ante Helios prácticas para conseguir favor, encantamientos, prácticas para tener éxito P XIII 339

Greek Monolingual

το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτευκτικόν
το θέλγητρο για την εξασφάλιση επιτυχίας.