ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
SourceGerman (Pape)
[Seite 1006] Aesch. Pers. 657, ἐπεὶ στρατὸν εὖ ἐποδ., wird gewöhnlich auf ἐφοδόω zurückgeführt, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποδώκει: Αἰσχύλ. Πέρσ. 656 (ἔνθα νῦν γράφεται εὖ ποδούχει κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 98), ἴδε τὸ ῥῆμα ποδοχέω.
Greek Monotonic
ἐποδώκει: βλ. ποδοχέω.