ἐρίδηλος
English (LSJ)
ἐρίδηλον, = ἀρίδηλος, Hdn.Epim.185.
German (Pape)
[Seite 1028] sehr deutlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδηλος: -ον, κατάλληλος, ἐπιφανὴς λίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιη΄, ς. 15.
Greek Monolingual
ἐρίδηλος, -ον (Α)
1. κατάλληλος, πολύ επιφανής
2. προφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δήλος].