προφανής

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφανής Medium diacritics: προφανής Low diacritics: προφανής Capitals: ΠΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: prophanḗs Transliteration B: prophanēs Transliteration C: profanis Beta Code: profanh/s

English (LSJ)

προφανές,
A foreseen, ὁ π. ἔχθιστος φόνων B.3.51; τὰ π. Arist.EN1117a21.
II seen clearly or plainly, conspicuous, φῶς τῷ Κύρῳ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ π. γενέσθαι X.Cyr.4.2.15; τὰ προφανέστατα εἴδη Thphr. HP 3.18.8.
2 metaph., plain, clear, ἡμῖν προφανῆ Pl.R. 530d; ἀπὸ τοῦ προφανοῦς openly, Th.1.35,66, 2.93, etc.; ἐκ τοῦ π. Id.3.43,6.73, etc.; ἐκ τοῦ προφανεστάτου D.S.12.39. Adv. προφανῶς LXX Si.51.13, PTeb.25.5 (ii B.C.), Plb.1.21.9, Lysis ap. Iamb. VP17.77, Gal.1.643, al.
3 metaph., famous, renowned, Man.2.362; conspicuous, extraordinary, of a disaster, IG12(8).92.2 (Imbros, ii/i B.C.): irreg. Comp. προφανώτερος Ptol.Tetr.167 (s.v.l.).
III στομάτων προφανέων f.l. in Hp.Mul. 1.17.

German (Pape)

[Seite 796] ές, voraus oder in der Ferne sich zeigend, vor andern sichtbar, dah. sehr einleuchtend; ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, Thuc. 2, 93; ἐκ τοῦ προφανοῦς, 3, 43. 109, unverhohlen, offen; Plat. Rep. VII, 530 d; Xen. Cyr. 4, 2, 15 u. Folgde; προφανὴς ἦν ὁ μέλλων ἀγὼν συνίστασθαι, es war offenbar, daß der Kampf stattfinden werde, Pol. 1, 26, 3; Sp., auch = berühmt, neben ἀγακλεής Maneth. 2, 362; – sich vorher zeigend, vorher erscheinend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se montre clairement ; visible à tous, clair, manifeste, évident : ἀπὸ τοῦ προφανοῦς THC, ἐκ τοῦ προφανοῦς THC évidemment, manifestement.
Étymologie: προφαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφανής -ές [προφαίνω] van te voren zichtbaar:. τὰ προφανῆ wat te voorzien is Aristot. EN 1117a21. duidelijk zichtbaar:; λέγεται φῶς... ἐκ τοῦ οὐράνου προφανὲς γενέσθαι men zegt dat er een licht aan de hemel zichtbaar werd Xen. Cyr. 4.2.15; overdr. duidelijk:. ἀπὸ τοῦ προφανοῦς openlijk Thuc. 1.35.4 = ἐκ τοῦ π. Thuc. 3.43.3.

Russian (Dvoretsky)

προφᾰνής:
1 заранее ясный, предвиденный: τὰ προφανῆ Arst. предвидимые обстоятельства;
2 являющийся: π. γενέσθαι τινί Xen. являться (показываться) кому-л.;
3 явный, ясный, открытый: ἀπὸ или ἐκ τοῦ προφανοῦς Thuc. явно, открыто; π. ἦν ὁ μέλλων ἀγὼν συνίστασθαι Polyb. было ясно, что произойдет бой.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ προφαίνω
καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῖν προφανή», Πλάτ.
γ. «ἐκ τοῦ προφανέστατου», πάπ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων, αυτός που έχει προβλεφθεί («ὁ προφανὴς ἔχθιστος φόνων», Βακχ.)
2. επιφανής, ένδοξος («προφανεῖς καὶ ἀγκαλέας ἄνδρας», Μανέθ.)
3. (ως επίρρ.) φρ. «ἀπὸ τοῦ προφανοῦς» και «ἐκ τοῦ προφανοῦς» — φανερά.
επίρρ...
προφανώς / προφανῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο προφανή, ολοφάνερα.

Greek Monotonic

προφᾰνής: -ές,
I. αυτός που δείχνει τον εαυτό του ή φαίνεται εκ των προτέρων, σε Αριστ.
II. 1. αυτός που φαίνεται καθαρά ή ευκρινώς, καταφανής, ολοφάνερος, σε Ξεν.
2. μεταφ., σαφέστατος, σε Πλάτ.· ἀπό ή ἐκ τοῦ προφανοῦς, φανερά, σε Θουκ.· επίρρ. -νῶς, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

προφᾰνής: -ές, (προφαίνω) ὁ δεικνύων ἑαυτὸν ἢ φαινόμενος ἐκ τῶν προτέρων, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 15. ΙΙ. ὁ φαινόμενος ἐναργῶς, καταφανής, κατάδηλος, φῶς τῷ Κύρῳ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πρ. γενέσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 2, 15· τὰ προφανέστατα εἴδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. 2) μεταφ., σαφέστατος ἢ καταδηλότατος, ἡμῖν προφανῆ Πλάτ. Πολ. 530D· ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, φανερῶς, Θουκ. 1. 35, 66., 2. 93, κτλ.· ἐκ τοῦ πρ. ὁ αὐτ. 3. 43., 6. 73, κτλ.· ἐκ τοῦ προφανεστάτου Διόδ. 12. 39. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Πολύβ. 1. 21, 9, κ. ἀλλ. 3) μεταφ. ὡσαύτως, λίαν πεφημισμένος ἢ περίφημος, διάσημος, Μανέθων 2. 362. ΙΙΙ. ὁλάνοικτος, χαίνων, χάσκων, Ἱππ. 598. 20.

Middle Liddell

προφᾰνής, ές [from προφαίνω
I. showing itself or seen beforehand, Arist.
II. seen clearly or plainly, conspicuous, Xen.
2. metaph. quite plain or clear, Plat.; ἀπὸ or ἐκ τοῦ προφανοῦς openly, Thuc.:—adv. -νῶς, Polyb.

Mantoulidis Etymological

(=φανερός). Ἀπό τό προφαίνωπρό + φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

manifestus, manifest, clear,
propalam, aperte, openly, plainly, 1.35.4. 1.66.1, 2.93.3. 3.82.7. 5.9.4.
idem, the same 3.43.3. 3.109.2. 6.73.2. 8.8.4, 8.68.1.