ἐργοφόρος

English (LSJ)

ἐργοφόρον, worker bee, Ael.NA5.42.

German (Pape)

[Seite 1022] Arbeit davon tragend, von den Bienen, arbeitsam, Ael. H. A. 5, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laborieux.
Étymologie: ἔργον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργοφόρος: -ον, ἐργαζόμενος, πολυάσχολος, ἐργατικός, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42.

Greek Monolingual

ἐργοφόρος, -ον (Α)
(για τις μέλισσες) φιλόπονος, πολυάσχολος.