ἐρυμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔρυμα, Luc. DMeretr. 9.5.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, dim. zum Vor., Luc. D. Mer. 9, 5.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῠμάτιον: τό укрепленьице (ἐ. φρουρεῖν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠμάτιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 5.

Greek Monolingual

ἐρυμάτιον, τὸ (Α) έρυμα
μικρό οχύρωμα (γρήγορα και πρόχειρα κατασκευασμένο, με μικρή χωρητικότητα).