έρυμα

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

ἔρυμα, το (AM) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο για προστασία, προφύλαγμαθώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.)
2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῦν», Θουκ.
β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)
3. κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση, κατάχρηση («παῖδας, ἔρυμα δώμασι», Ευρ.)
αρχ.
1. τείχος πόλης, κάστροἔρυμα Τρώων»)
2. φρ. «ἔρυμα χώρας» — για τον Άρειο Πάγο.