Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
poét. c. εἰσαθρέω.
ἐσαθρέω: ἐσακούω, κτλ., ἴδε εἰσαθρέω, εἰσακούω.
ἐσαθρέω: ἐσ-ακούω κ.λπ., βλ. εἰσ-.