εἰσαθρέω

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαθρέω Medium diacritics: εἰσαθρέω Low diacritics: εισαθρέω Capitals: ΕΙΣΑΘΡΕΩ
Transliteration A: eisathréō Transliteration B: eisathreō Transliteration C: eisathreo Beta Code: ei)saqre/w

English (LSJ)

look at, discern, descry, εἴ που ἐσαθρήσειεν Ἀλέξανδρον Il.3.450, cf. Theoc.25.215; εἰκόνα τήνδ' ἐσάθρει Epigr.Gr.906 (Gortyn); ἀστέρας εἰσαθρεῖς Pl.Epigr.14: metaph., ἱστορίην ἐσαθρήσας IG3.716.—Poet. Verb.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσαθρέω Il.3.450, Theoc.25.215, ICr.4.325.1 (Gortina V d.C.)
1 divisar, ver εἴ που ἐσαθρήσειεν Ἀλέξανδρον por si veía a Alejandro, Il.l.c., εἴ μιν ἐσαθρήσαιμι πάρος Theoc.l.c.
2 mirar, contemplar ἀστέρας εἰσαθρεῖς Pl.Epigr.4, εἰκόνα τήνδ' ἐσάθρει ICr.l.c., γράμματα δ' εἰσάθρησ[ον] ἐλεϊνά detén tu mirada en estas tristes letras, SEG 40.1105.2 (Lidia, imper.), τὴν ... ἱππείαν ... μάστιγα Men.Prot.19.1.69
fig. contemplar, examinar ἱστορίην ἐσαθρήσας αἰῶνος δολιχὴν ἀτρεκέως ἔφρασεν dicho del hist. Dexipo IG 22.3669.10 (III d.C.), τὴν πολλὴν δύναμιν Plot.3.7.3, τὰ Ἀλανικὰ ἔθνη Men.Prot.19.1.85
c. εἰς y ac. εἰς ἐμὸν ἦθος SEG 11.683 (Laconia II d.C.).

German (Pape)

[Seite 740] ansehen, anblicken, τινά, Il. 3, 450 u. sp. D., wie Theocr. 25, 215; Ep. ad. 462 (IX, 159).

French (Bailly abrégé)

εἰσαθρῶ :
poét. ἐσαθρέω;
regarder ; apercevoir, voir, acc..
Étymologie: εἰς, ἀθρέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαθρέω: поэт. ἐσαθρέω
1 видеть, замечать (τινα Hom., Theocr.);
2 глядеть, созерцать (ἀστέρας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαθρέω: βλέπω, θεῶμαι, παρατηρῶ, διακρίνω, εἴ που ἐσαθρήσειεν Ἀλέξανδρον, «εἴ που θεάσαιτο Ἀλέξανδρον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 450, πρβλ. Θεόκρ. 25. 215· εἰκόνα τήνδ’ ἐσάθρει Συλλ. Ἐπιγρ. 2592· ἀστέρας εἰσαθρεῖς Πλάτ. Ἐλεγ. 15 (Bgk.): ― μεταφ., ἱστορίην ἐσαθρήσας Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 380. ― Ποιητ. ῥῆμα.

Greek Monotonic

εἰσαθρέω: μέλ. -ήσω, βλέπω, ξεχωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω, κοιτάζω κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.