ἐσκαλέω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. p. εἰσκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐσκαλέω: = εἰσκαλέω.