εἰσκαλέω
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
call in, μάρτυρας Ar.V.936, D.28.5; τινὰ πρὸς αὑτόν X.Cyr.8.3.1, cf. Theoc.2.132, PPetr.2p.31 (iii B.C.), etc.:—Med., invite to one's house, Act. Ap.10.23; also, call in or have called in, Plb.21.22.2; (ἰητρόν) Hp.Prog.1; summon, PPetr.3p.62 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
(εἰσκᾰλέω) • Alolema(s): ἐσκαλέω Hp.Prog.1, Theoc.2.132
• Morfología: [eol. aor. part. nom. εἰσκαλέσαις Theoc.30.11]
1 convocar, llamar, citar frec. como término jur., por parte de magistrados, autoridades, c. ac. de pers. μάρτυρας Ar.V.936, D.28.5, εἰσκαλέσας πρὸς αὑτὸν τοὺς τὰς ἀρχὰς ἔχοντας llamando a su presencia a los que tenían mando X.Cyr.8.3.1, cf. Oec.4.15, τὸν οὐ προσήκοντα εἰσκαλεῖς τοῖς τραγῳδοῖς εἰς τὴν ὀρχήστραν a un indigno llamas a presentarse en la orquestra en las tragedias Aeschin.3.176, τοὺς Ἀντιπάτρου φίλους I.BI 1.620, cf. D.H.3.73, Eun.VS 488, Synes.Ep.52, c. ac. del n. del acto público τοὺς ἀγῶνας Arist.Ath.67.1, cf. en v. pas., Aeschin.2.22, Luc.Icar.22
•abs. hacer una convocatoria o citación pública, emplazar a juicio καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπειδὰν αἴσθηται, εἰσκαλεῖ, καὶ αὐτὸς δικάζει Heraclid.Cum.4
•en v. med. mismo sent. τοῦ ἐγλογιστοῦ εἰσκαλεσαμένου τοὺς [πρεσ] βευτὰς ὑπὲρ ὧν ἐμπεφανίκει αὐτῷ Δημή[τριος CRIA 166.11 (III a.C.), ἀξιῶ σε εἰσκαλέσασθαι με ὅπως ... PPetr.3.29g.3, cf. 2.12.3.10 (III a.C.), ἔδοξε τοῖς Ἀμβρακιώταις εἰσκαλέσασθαι τὸν Ἀμύνανδρον εἰς τὴν πόλιν Plb.21.29.7, cf. 22.2, Hld.2.34.8
•fig. convocar πόλλα δ' εἰσκαλέσαις θῦμον ἐμαύτῳ διελεξάμαν Theoc.30.11.
2 gener. en v. med. mandar venir a la casa de uno (ἰητρόν) ἐσκαλεσάμενοι Hp.l.c., cf. Aesop.57.3
•invitar a la casa propia εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισεν Act.Ap.10.23, tb. act., de una cita amorosa με ... ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαθρον Theoc.2.132, en v. pas. εἰσκαλεῖσθαι δὲ αὐτὸν εἰς προεδρίαν] ... τοῖς Διονυσίοις que sea invitado a ocupar la primera fila en las Dionisias, Didyma 479.36 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 743] (s. καλέω), hineinrufen, einladen, vorladen; τοὺς μάρτυρας Ar. Vesp. 937; πρὸς ἑαυτόν τινα Xen. Cyr. 8, 3, 1. – Med., zu sich, Pol. 22, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
εἰσκαλῶ :
ion. et anc. att. ἐσκαλέω;
appeler à soi ou près de soi.
Étymologie: εἰς, καλέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκᾰλέω: ион. и староатт. ἐσκᾰλέω тж. med. звать к себе, призывать (τινας Arph., med. Polyb.; τινα πρός τινα Thuc., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκᾰλέω: μέλλ. ὡς ὁ ἐνεστώς, καλῶ ἐντός, προσκαλῶ, τοὺς μάρτυρας Ἀριστοφ. Σφ. 936· εἰσκαλέσας πρὸς αὐτὸν τοὺς τὰς ἀρχὰς ἔχοντας Περσῶν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1· οὕτω παρὰ Δημ., κλ.· μέσ., προσκαλῶ τινα πρὸς ἐμαυτόν, ἢ διὰ μέσου, ἄλλου καλῶ τινα ἐντός, εἰσεκαλέσαντο τοὺς Σμυρναίους Πολύβ. 22. 5, 2· ἰητρὸν Ἱππ. Προγν. 36.
English (Strong)
from εἰς and καλέω; to invite in: call in.
Greek Monotonic
εἰσκᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ μέσα, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. έσω
to call in, Ar., Xen.