ἐστοξεύω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. εἰστοξεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐστοξεύω: ион. = εἰστοξεύω.