ἐσφαίρωτο

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monotonic

ἐσφαίρωτο: γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του σφαιρόω.