σφαιρόω

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρόω Medium diacritics: σφαιρόω Low diacritics: σφαιρόω Capitals: ΣΦΑΙΡΟΩ
Transliteration A: sphairóō Transliteration B: sphairoō Transliteration C: sfairoo Beta Code: sfairo/w

English (LSJ)

A make into a globule, πάπυρον Alex.Aphr.Pr.1.93:—Pass., to be rounded, Dsc.2.35, Antyll. ap. Orib.7.9.2, Aret.SA1.6, etc.; στήθεα δ' ἐσφαίρωτο his chest was round and arched, Theoc.22.46.
2 Pass., to be curled up in a ball, ψυχὴ -ωθεῖσα Ael.VH3.11.
3 Pass., metaph., to be concentrated, Dam.Pr.400.
II in Pass. also of blunted weapons, ἐσφαιρωμένα ἀκόντια spears with buttons at the point, X.Eq.8.10; γρόσφοι -ωμένοι Plb.10.20.3; σιδήρια D.C.71.29; opp. λελογχωμένον δόρυ, Arist.EN1111a12.

French (Bailly abrégé)

σφαιρῶ :
1 rendre sphérique, arrondir ; Pass. devenir rond, au pf. être rond, arrondi;
2 garnir d'un bouton, boutonner, moucheter (un fleuret, une arme, etc.).
Étymologie: σφαῖρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρόω [σφαῖρα] bolvormig maken; pass. met acc. resp.. στήθεα ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ πλατὺ νῶτον σαρκὶ σιδηρείῃ zijn reusachtige borst en brede rug stonden bol van vlees van staal Theocr. Id. 22.47. van een speer van een knop of bal voorzien (i. p. v. een punt). Aristot. EN 1111a12.

German (Pape)

1 abrunden, rund wie eine Kugel machen, pass. sich runden, rund sein, στήθεα δ' ἐσφαίρωτο, Theocr. 22.46.
2 eine Kugel, einen kugelrunden Ansatz, Knopf daraufsetzen, ἀκόντια ἐσφαιρωμένα, Spieße mit einem runden Knopfe statt der Spitze versehen, Xen. Equit. 8.10; Gegensatz λελογχωμένα, Arist. eth. 3.1; γρόσφοι ἐσφαιρωμένοι, Pol. 10.20.3; σιδήρια, DC. 71.29.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρόω:
1 делать шаровидным: στήθεα ἐσφαίρωτο Theocr. грудь выпятилась вперед;
2 снабжать шаровидным наконечником, т. е. делать тупым (ἀκόντια ἐσφαιρωμένα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρόω: ποιῶ τι σφαιρικόν, σφαιροειδές, ὅρα Grote Plato 1. 41. - Παθ., σφαιροῦμαι, στρογγυλοῦμαι, γίνομαι σφαιρικός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, Διοσκ., κλπ.· στήθεα δ’ ἐσφαίρωτο, τὸ στῆθος αὐτοῦ ἦτο σφαιρωτόν, «καμαρωτόν», Θεόκρ. 22. 46. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ ἀμβλυνθέντων ὅπλων, ἀκόντια ἐσφαιρωμένα, ἔχοντα ἀντὶ αἰχμῆς σφαίρας ἢ κομβία, ὡς τὰ νῦν ἐν χρήσει κατὰ τὰς ἀσκήσεις ξίφη, Ξεν. Ἱππ. 8. 10 ἀντίθετον τῷ λελογχωμένα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 1, 17, πρβλ. σφαιρωτός, σφαιροειδής.

Greek Monotonic

σφαιρόω: μέλ. -ώσω (σφαῖρα),
I. δίνω σφαιρικό σχήμα σε κάτι, στρογγυλεύω — Παθ., λαμβάνω σφαιρικό σχήμα, γίνομαι σφαιρικός, στρογγυλός· στήθεα ἐσφαίρωτο, το στήθος του είχε γίνει σφαιρικό, δηλ. είχε φουσκώσει από υπερηφάνεια, σε Θεόκρ.
II. Παθ., επίσης, ἀκόντια ἐσφαιρωμένα, δόρατα που αντί αιχμής έχουν σφαιρίδια ή κουμπιά, όπως τα ξίφη, που χρησιμοποιούνται και στις μέρες μας, κατά τις ασκήσεις ξιφομαχίας· λέγεται για όπλα που έχει αμβλυνθεί η αιχμή τους, σε Ξεν., Αριστ.

Middle Liddell

σφαιρόω, fut. -ώσω σφαῖρα
I. to make spherical:—Pass. to be rounded, στήθεα ἐσφαίρωτο his chest was round and arched, Theocr.
II. Pass., also, ἀκόντια ἐσφαιρωμένα spears with buttons at the point, like our foils, Xen., Arist.