ἐφοδευτής

English (LSJ)

ἐφοδευτοῦ, ὁ, one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.

Greek Monolingual

ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.