εφοδεύω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφοδεύω) έφοδος
επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία
αρχ.
1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.)
2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ
(«ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ.)
3. περιέρχομαι για εποπτεία
4. επιστατώ, επιβλέπω («ἐφοδεύειν ἀγῶσιν», Αισχύλ.)
5. κατασκοπεύω
6. παραμονεύω, ενεδρεύω
7. (για γεωγράφο) εξερευνώ
8. (για επιχειρηματολογία) προχωρώ μεθοδικά
9. συνωμοτώ εναντίον κάποιου
10. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. παθ.) ἐφοδεύεται
γίνεται η περιπολία
11. πλησιάζω, προσεγγίζω ένα θέμα.