επιθεώρηση
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
η (Α ἐπιθεώρησις) επιθεωρώ
προσεκτική παρατήρηση, εξέταση, έλεγχος της καλής κατασκευής ή λειτουργίας ενός έργου ή μιας υπηρεσίας («επιθεώρηση στρατιωτικού αποσπάσματος»)
νεοελλ.
1. η ειδική υπηρεσία η επιφορτισμένη με τον έλεγχο υπηρεσίας ή έργου («επιθεώρηση σχολείων, χωροφυλακής» κ.λπ.)
2. (ειδ.) περιοδικό δημοσίευμα που δίνει την εικόνα της κινήσεως και της προόδου ενός κύκλου γνώσεων («φιλολογική, στρατιωτική, ιατρική επιθεώρηση»)
3. ελαφρό θεατρικό έργο με το οποίο σατιρίζονται πρόσωπα και γεγονότα της εποχής
αρχ.
1. επιτήρηση, εποπτεία
2. αστρολ. όψη, θέα.