ἑκοντής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
German (Pape)
[Seite 770] ὁ, der Freiwillige, Epict. Stob. fl. 46, 88 u. Sp.; von den Atticisten verworfen (dafür ἐθελοντής); – ἑκοντήν, adv., Inscr. u. VLL.; bei B. A. 1368 ἑκόντην.
Spanish (DGE)
-οῦ
voluntario, que obra de buen grado ἑ. εὐεργέτει Epict.Gnom.67, considerado incorrecto por Phryn.1, cf. Ael.Dion.ε 11, αὐτὸς ἑαυτὸν ἑκοντὴν παρέχων IPE 12.40.20 (Olbia II/III d.C.), τις πρεσβύτερος ἑ. εἵπετο Soz.HE 2.13.2.
Greek Monolingual
ἑκοντής, ο (AM)
(για πρόσωπο) αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του
μσν.
(για πράξη, κίνηση ή ενέργεια) εκούσιος.