ἔγνωκα

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

French (Bailly abrégé)

v. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἔγνωκα: ἔγνωσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔγνωκα: pf. к γιγνώσκω.