ἔδοξα

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

French (Bailly abrégé)

v. δοκέω.

Greek Monotonic

ἔδοξα: αόρ. αʹ του δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔδοξα: aor. к δοκέω.