Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Menander, Monostichoi, 469French (Bailly abrégé)
pf. ion. de κτάομαι.
Greek Monotonic
ἔκτημαι: αντί κέκτημαι, παρακ. του κτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτημαι: Hom., Aesch. pf. pass. к κτάομαι.