ἔοιγμεν

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

German (Pape)

[Seite 891] = ἐοίκαμεν, s. das Folgd.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sync. (p. ἐοίκαμεν) du pf. ἔοικα, v. *εἴκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔοιγμεν: (= ἐοίκαμεν) стяж. 1 л. pl. к ἔοικα.